Η στρατηγική αυτονομία της ΕΕ και οι προκλήσεις στις σχέσεις με την Κίνα

Το αίσθημα οικονομικής ευπάθειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) απέναντι στην Κίνα περιορίζει τη δυνατότητα συνεργασίας μεταξύ Πεκίνου και Βρυξελλών. Η ΕΕ επιδιώκει να αντιμετωπίσει αυτές τις ευπάθειες μειώνοντας την εξάρτησή της από εξωτερικές πηγές σε κρίσιμους τομείς, καταπολεμώντας τις στρεβλώσεις της αγοράς, περιορίζοντας τις εξαγωγές και τις επενδύσεις σε τεχνολογίες διπλής χρήσης, καθώς και συνεργαζόμενη με ομοϊδεάτες εταίρους για την ενίσχυση της οικονομικής ασφάλειας.

Η υλοποίηση αυτών των πολιτικών από την ΕΕ αναμένεται να έχει αρνητικές συνέπειες για τις εμπορικές σχέσεις με την Κίνα. Ειδικότερα, πάνω από το 90% των εισαγωγών σπάνιων γαιών, μαγνησίου και λιθίου προέρχεται από την Κίνα, με τις Βρυξέλλες να στοχεύουν στην εξουδετέρωση της κυριαρχίας του Πεκίνου στους συγκεκριμένους τομείς.

Ταυτόχρονα, οι ανησυχίες της ΕΕ σχετικά με την υποτιθέμενη στήριξη της Κίνας προς τη Ρωσία στη σύγκρουση στην Ουκρανία εντείνουν τις διαφωνίες μεταξύ των δύο πλευρών. Οι Βρυξέλλες έχουν καταβάλει συνεχείς προσπάθειες προκειμένου να πείσουν το Πεκίνο να ασκήσει την επιρροή του στη Μόσχα και να συμβάλει σε μια ειρηνική διευθέτηση. Ωστόσο, δεν έχουν σημειωθεί σημαντικά αποτελέσματα, καθώς οι υπουργοί Εξωτερικών των κρατών μελών της ΕΕ έχουν εκφράσει πρόσφατα παράπονα σχετικά με την υποστήριξη της Κίνας προς τη Ρωσία.

Ενώ οι οικονομικές σχέσεις μεταξύ Βρυξελλών και Πεκίνου αναμένεται να επιδεινωθούν, και οι δύο πλευρές μπορούν να ωφεληθούν στρατηγικά. Καθώς η ΕΕ μειώνει τις κρίσιμες εξαρτήσεις από την Κίνα, θα έχει τη δυνατότητα να επιδιώξει μια «στρατηγική αυτονομία», δηλαδή μια εξωτερική πολιτική που θα διατηρεί ίσες αποστάσεις μεταξύ Πεκίνου και Ουάσινγκτον. Αυτή η στρατηγική αυτονομία μπορεί να προσφέρει οφέλη και στην Κίνα, καθώς θα αποτρέψει τις Βρυξέλλες και την Ουάσινγκτον από το να συνεργαστούν με σκοπό τον περιορισμό της ανόδου της Κίνας.

Παρά τις προκλήσεις που θέτει η αναπροσαρμογή των σχέσεων ΕΕ-Κίνας, αυτή μπορεί να αποτελέσει ευκαιρία για την ανάπτυξη μιας πιο βιώσιμης συνεργασίας. Ωστόσο, η δημιουργία ενός ενιαίου οικονομικού μετώπου μεταξύ των δύο πλευρών παραμένει δύσκολη και απίθανη.